- εκπλήρωμα
- ἐκπλήρωμα, το (Α)1. το γέμισμα2. μαξιλαράκι που έβαζαν κάτω από τη μασχάλη σε περιπτώσεις εξαρθρωμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκπλήρωμα — filling up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπληρώματος — ἐκπλήρωμα filling up neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)